12 ποιήματα για τη Μητέρα

Μαρία Αθανασοπούλου | Στη μητέρα μου

Πολλά, πάρα πολλά
αμέτρητα τα χρόνια ψάχνοντάς σε
μέσα μου σε βρίσκω
στην απόλυτη μεγάλη απουσία σου
που ίδια παραμένει
αντίδοτο βρήκα
δίχως σου
για να μπορέσω
ε κ ε ί
στης φύσης την ομορφιά
όπως τότε
θυμάσαι σε συνόδευα το σούρουπο
σε κείνο τον περίπατο
κατηφορίζοντας στη θάλασσα
κι οι μυρωδιές στους φράχτες
τραντάζαν τον αγέρα
από τις μελωδίες του Μάνου
όμορφη, γλυκιά
να ξεπροβάλλεις
τις φτερούγες σου απλώνω
από κάτω μπαίνω
τα δύσκολά μου να ξορκίσω
συχνά έλεγες θα βλέπεις από κει
και εγώ σε θέλω χαρούμενη
χαρούμενη και γελαστή
τα μάτια σου ποτέ να μη δακρύζουν
στη γεύση από τα φρέσκα φασολάκια
η μοναδική
η ανυπέρβλητη τέχνη σου
μαγικά τα έκανε
δυο-τρεις φορές μόνο κατάφερα να την πετύχω
παρότι λένε μαγειρεύω καλά
στων Χριστουγέννων και στης Πρωτοχρονιάς τις μυρωδιές
στης Μεγαλοβδομάδας την υπαινικτική κατάνυξη
να συλλογιέσαι αυτού του κόσμου τους κατατρεγμένους
τους δικούς σου τους ξενιτεμένους
από την υπομονή
τη διακριτικότητα και την ευγένεια
δικά σου όλα αυτά
αρμέγω ακόμα
πυξίδα τα κάνω
όταν και όπου χρειαστεί
από τη δική σου στάση προσπαθώ
τα πώς και τα γιατί να εξηγήσω.

Υ.Γ.: Από καιρό ήθελα να σου γράψω
δεν το τολμούσα
κάτι με κράταγε.
Ωριμάσανε μέσα μου
ήρθε η ώρα
η κατάλληλη στιγμή.
Όλα, όλα θέλουνε το δικό τους χρόνο.

(15.5.2020)


Γιώργος Ιωάννου | Σαν τη μητέρα, αλήθεια

Πηγαίνει αργά στο σινεμά,
μάλιστα στον εξώστη.
Σ’ έργα κατά προτίμηση, βουβά
και θαμπωμένα. Κι εκεί
– μέσα στους τόσους εξευτελισμούς –
η μόνη του χαρά να βλέπει τις γυναίκες
της γενιάς γύρω απ’ το τριάντα.
Με κείνα τα βαθιά καπέλα,
με τις σειρές τα περιδέραια,
τα μάτια, τα κοντά μαλλιά∙
με τις ψιλές γλυκιές φωνές,
με τις κινήσεις τους τις μητρικές.

Σαν τη μητέρα, αλήθεια∙
σαν τη μάνα του
των πρώτων παιδικών του χρόνων…

Τότε που τον φωνάζανε μοναχογιό.


Κική Δημουλά | Βιογραφικός πίνακας

[Στη μάνα μου]

Το σπίτι
κοιτάζει τον δημόσιο δρόμο
και τη θάλασσα
με λογική τεσσάρων παραθύρων,
χαμογελώντας στερεότυπα
μ’ένα πλατύ πορτοκαλί
μπαλκόνι.

Σ’αυτό το μπαλκόνι
σ’αυτό το χαμόγελο
τ’απογεύματα, η μάνα μου
το δυσανάγνωστό της πρόσωπο
εκθέτει.

Ο χρόνος το συνέγραψε
χωρίς έξαρση
από νύχτα σε νύχτα
σε γλώσσα πόνου ρέουσα
γεμίζοντας
κατεβατά φθοράς.
Κι ούτε ένα λάθος γέλιου.

Κάθεται
άκρη άκρη στην καρέκλα
να μην επιβαρύνει το απόγευμα
μ’όλο το βάρος της κατάκοιτης καρδιάς της,
ίσα ίσα να υπάρχει
σταματημένη μέσα στη ζωή της
από μιάν άπνοια τύχης,
ίσα ίσα για ν΄αντέξει τώρα
της έκπληξής της το σπασμό:

«Υπάρχουν θάλασσες
καράβια νευρικά
που σπρώχνουν λύσεις
στο ανεμπόδιστο;
Και άνεμοι που ξεριζώνουνε τα στάσιμα;
Κι αυτά τα εύληπτα που πίνει χρώματα
το αλκοολικό απόγευμα
υπάρχουν; «Δεν το ‘ξερε.
Δεν το ‘ξερε η ζωή της.

Τώρα
αποτολμά μιά κίνηση παράξενη:
λίγο το σώμα ρίχνει εμπρός,
το ξαναφέρνει πίσω,
βαριά κωπηλασία μνήμης κάνει,
γιαλό γιαλό τα δάκρυά της.

Σιγά σιγά
απόγευμα, πρόσωπο και μπαλκόνι
από το σούρουπο υποσκάπτονται.
Το σχήμα τους παραφρονεί.
Σε χώρο θάμπους κλείνονται
να μην μπορούν να μπουν άλλο τα μάτια μας.
Νυχτώνει.


Πασχάλης Κατσίκας | Μάνα

Όσα βιβλία διάβασα είναι θαμμένα σ’ ένα ντουλάπι.
Ποντίκια έφαγαν το βελούδο απ’ τα ροδάκινα.
Ήρθε ο χειμώνας, το μέλι δεν λάμπει πια μέσα στο γάλα.
Οι καθρέπτες των εφηβικών ματιών
θόλωσαν ένα βήμα πριν την ενηλικίωση
κι ένα παρατεταμένο κλάμα
έρχεται να θραύσει την κρούστα της λάσπης.
Στην αθέατη εξορία της σπείρας του χρόνου,
ο φρουρός έξω από την πόρτα υποψιάζομαι πως είναι νεκρός.


Μαρία Πολυδούρη | Μητέρα μου, πόσο φριχτά βαραίνει…

Μητέρα μου, πόσο φριχτὰ βαραίνει
ἡ μοίρα σου στὸ νεανικό μου στῆθος!
Ὅλοι μου οἱ πόνοι καταφεύγουν πλῆθος
γύρω στὴ θύμησή σου ποὺ πικραίνει.

Ἐμένα, ποὺ σὲ δέχτηκα εὐλογία
κ᾿ ἔγινα τὸ θαυμάσιο ὁμοίωμά σου,
ἂς μὲ δεχτεί σὰ νάμαι ἁμάρτημά σου
ἡ μνήμη σου, μαρτυρικὴ κι ἁγία.

Στὴ μοίρα σου, ποὺ γνώρισα σὲ μένα,
τὴ σπαραγμένη σκέψη μου προσφέρω.
Μὰ στὴν καρδιά μου μόνο ἐγὼ θὰ ξέρω
πόσους μετροῦν νεκροὺς τ’ ἀγαπημένα.

Μητέρα μου, πόσο μοῦ λείπεις τώρα
ποὺ πνιχτικό, βαρὺ σκότος θὰ γίνει
στὴ μάταιη ζωή μου ποὺ ὅλο σβήνει!..
Ἄχ, πῶς μοῦ λείπεις σὲ μία τέτιαν ὥρα!

(Από την Ανθολογία του Η.Ν. Αποστολίδη, 1708-1959, εκδόσεις Εστία)


Μιχάλης Μελαχροινούδης | καλοκαίρι

στον έρημο δρόμο
μεσημέρι Κυριακής
τρεις, τρεις και κάτι
στη λαύρα την καλοκαιρινή
εκεί στο δεντρί το μαραμένο
σβήνεις την κούραση
με λίγο νερό στα χείλη

τα μαλλιά σου ένα με το πρόσωπο
κολλάνε
στα πρησμένα πόδια
παντόφλα ξεχαρβαλωμένη
χαϊδεύεις το μεροκάματο,
αχ και πόσο να κρατήσει
το αύριο εδώ είναι

μακάρι να σε περιμένει
ένα πιάτο φαΐ στο σπίτι
μια αγκαλιά
γλυκό φιλί
πριν κλείσεις τα μάτια
και παραδώσεις κορμί και νου στο στρώμα,
μάνα.


Ασημίνα Ξηρογιάννη | Τρίπτυχο

Μάνα, εξομολόγηση:
Ξυπόλητη καίγομαι
Προσευχήσου!

Μητέρα, αγκαλιά!
Μέσα στη σιωπή
Τραγουδάμε μαζί!

Μαμά, φιλί!
Μου μοιράζεις φως,
Σε προδίδω


Πάτρικ Κάβανα | Στη μνήμη της μητέρας μου

Δεν πιστεύω ότι κείτεσαι μέσα στον υγρό πηλό
Του κοιμητηρίου του Μόναγκαν,
Σε θωρώ να βαδίζεις τον κατηφορικό δρομίσκο
ανάμεσα στις λεύκες προς το σταθμό,
ή για καλή μου τύχη

Nα σπεύδεις στη δεύτερη Λειτουργία
Mια θερινή Κυριακή- Με απαντάς και μου λες
«Να μην ξεχάσεις να φροντίσεις τα ζωντανά-»
Οι πολύ γήινες λέξεις, απομακρύνουν τους αγγέλους.

Σε συλλογίζομαι να βηματίζεις κατά μήκος ενός αγρού
με χλωρή βρώμη τον Ιούνιο,
Τόσο γαλήνια, τόσο ζωντανή
Και βλέπω να συναντιόμαστε στην άκρη της πόλης

Μια ωραία μέρα τυχαία, αφού
Εχουν τελειώσει τα ψώνια και μπορούμε
να περπατήσουμε μαζί
Ανάμεσα στα καταστήματα, στους πάγκους, στις αγορές
Ελεύθεροι πάνω στους ανατολικούς δρόμους
της σκέψης.

Ω, δεν κείτεσαι μέσα στον υγρό πηλό
Γιατί είναι ο καιρός της συγκομιδής
Υψώνουμε θημωνιές αντίκρυ στο φεγγαρόφωτο
Και εσύ μας χαμογελάς -αιώνια.

(Μετάφραση: Τάκης Π. Πιερράκος)


Μαργαρίτα Παπαμίχου | Εξημέρωση

Κάτω από τον πρωινό ήλιο τα μάτια της μάνας διαβάζουν τους δρόμους
πλέκουν προσευχές
τις απλώνουν μέχρι το τελευταίο σκαλί
μα και πάλι ποτέ δεν είναι σίγουρη
γιατί το ξέρει
πως το αλλόκοτο έρχεται φορώντας γνώριμα ρούχα
Μέχρι ο ήλιος να καρφωθεί στο κέντρο
κι ο ουρανός ν’ ανοίξει και τ’ άλλο του μάτι
έχει σκοτώσει τρεις δράκους
μα και πάλι δεν είναι σίγουρη
Ο λύκος πάντα θα ερωτεύεται την αθωότητα
Τα μάτια της μάνας το απόβραδο πετούν σπίθες
Μεγάλη περιπέτεια η ανιδιοτελής αγάπη
Μάνα
μάνα μου εσύ
Μάνα
μάνα σου κι εγώ
το ξέρουμε δα
πως μέχρι την αυγή
χρέος το ‘χουμε
να εξορίσουμε τη Μήδεια
που κρύβεται κάτω από το μαξιλάρι μας


Μάγδα Παπαδημητρίου -Σαμοθράκη | Στη μνήμη της μητέρας μου

Μια δακτυλήθρα
Μια κίτρινη φωτογραφία
Ένα περιοδικό με σταυρόλεξα
Κεντήματα αριστουργήματα
Ένας δίσκος βινυλίου
με του Louis Armstrong τη τρομπέτα
για να θυμίζει εσένα.
Το χαμόγελο σου, μητέρα.
Όλα κείτονται στο πάτωμα
Κι εσύ στην ανυπαρξία.

(Από την ποιητική συλλογή της Μάγδας Παπαδημητρίου – Σαμοθράκη, με την εικαστική ματιά του Παναγιώτη Φτάρα, «Αντανακλάσεις»)


Αλεξία Καλογεροπούλου | Η αγκαλιά της μάνας

Η αγκαλιά της μάνας
ήταν πάντα ανθοστόλιστη.
Μοσχοβολούσε πότε ζυμωτό ψωμί
και πότε σαπούνι πράσινο.
Φωλιά φιλόξενη,
ακόμα κι όταν η νιότη θέριευε
κι ανάκατα ήταν τα μαλλιά στο φύσημα του ανέμου.

(Από την ποιητική συλλογή της Αλεξίας Καλογεροπούλου «Λέξεις στην άμμο», εκδόσεις 24γράμματα)


Βλαντίμιρ Χόλαν | Ανάσταση

Να ΄ναι αλήθεια πως μετά απ’ αυτή τη ζωή μας
θα μας ξυπνήσουνε μια μέρα σάλπιγγες τρομαχτικές;
Συγχώρα με , Θεέ, όμως παρηγοριέμαι
πως η δική μας νεκρανάσταση θε να σημάνει
απλά και μόνο με το λάλημα του πετεινού.

Θα μείνουμε για λίγο ακόμα ξαπλωμένοι
Κι ο πρώτος που θα σηκωθεί θα ΄ναι η μητέρα.
Θα την ακούμε να σκαλίζει απαλά τη φωτιά
απαλά να ακουμπά τη χύτρα πάνω στη σόμπα
νωχελικά να τραβά μια κούπα από το ντουλάπι.
Τότε θα ΄μαστε πάλι ζωντανοί.

(Από την Ανθολογία της Μαρίας Λαϊνά «Ξένη ποίηση του 20ού αιώνα», μετ. Αμαλία Τσακνιά, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα)


Φωτογραφία: Anna Hecker

2 σκέψεις σχετικά με το “12 ποιήματα για τη Μητέρα

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.